Tuesday, May 15, 2012

Κρίση συνοχής στη ζώνη ευρώ και εναλλακτικές πολιτικές

Σταύρος Τομπάζος

Η ζώνη ευρώ δεν έχει να αντιμετωπίσει απλώς την μεγαλύτερη κρίση της παγκόσμιας οικονομίας από το 1929 και τα κοινωνικά προβλήματα που προκύπτουν απ’ αυτή, όπως άλλες ανεπτυγμένες οικονομίας. Η οικονομική κρίση φανέρωσε πλήθος προβλημάτων που σχετίζονται με την ίδια τη διαδικασία ευρωπαϊκής συγκρότησης γενικά και τη ζώνη ευρώ ιδιαίτερα.


Η ΟΝΕ καταργεί τη δυνατότητα συναλλαγματικής πολιτικής στα κράτη-μέλη της, δηλαδή επιτρέπει τον «ανόθευτο ανταγωνισμό» ανάμεσα σε κράτη διαφορετικού επιπέδου ανάπτυξης και σε κράτη που εντάσσονται με διαφορετικό τρόπο και με διαφορετικό βαθμό επιτυχίας στην ευρύτερη παγκοσμιοποίηση. Συνεπώς, είναι φυσικό και αναμενόμενο η ΟΝΕ να ευνοήσει κάποιες εθνικές οικονομίες εις βάρος άλλων, πράγμα που δεν θα ήταν ιδιαίτερο πρόβλημα αν ίσχυε η αρχή της αλληλεγγύης ανάμεσα στα κράτη μέλη της, αν ίσχυε δηλαδή η ομοσπονδιακή αρχή της μεταφοράς πόρων από τα κράτη ή τις πολιτείες που ευνοούνται σ’ αυτές που αντιμετωπίζουν προβλήματα.


Η ελεύθερη κυκλοφορία εμπορευμάτων και κεφαλαίων, καθώς και η κατάργηση της συναλλαγματικής πολιτικής των κρατών μελών της ζώνης ευρώ, προκαλούν μεγαλύτερη εθνική ειδίκευση, καθιστώντας έτσι τις οικονομίες των κρατών-μελών πιο «συμπληρωματικές» απ’ ό,τι προηγούμενα.


Σ’ αυτό το γενικό πλαίσιο και χωρίς ένα ευρωπαϊκό σχεδιασμό με στόχο την σύγκλιση παραγωγικοτήτων, βιοτικών επιπέδων και κοινωνικών κεκτημένων ανάμεσα στα κράτη-μέλη της ΟΝΕ, χωρίς δηλαδή η ουσιαστική εναρμόνιση των κρατών-μελών να αποτελεί το ζητούμενο των ευρωπαϊκών πολιτικών, είναι λογικό να αναμένει κανείς ότι οι απορυθμισμένες αγορές θα τιμωρούν τις λιγότερο ευνοϊκές εθνικές ειδικεύσεις και κυρίως τις χαμηλότερες κερδοφορίες, με αποτέλεσμα οι μισθοί να παρουσιάζουν χαμηλά ποσοστά μεγέθυνσης, το κοινωνικό κεκτημένο να διαβρώνεται, η αγορά εργασίας να καθίσταται προοδευτικά ελαστικότερη και η επισφάλεια και η ανεργία να παραμένουν σε ψηλά επίπεδα.


Το πρόβλημα, ωστόσο, για τους νεοφιλελεύθερους εμπνευστές της ΟΝΕ, δεν είναι ούτε η ανεργία, ούτε η εργατική επισφάλεια, ούτε οι χαμηλοί μισθοί, ούτε η αύξηση των κοινωνικών και εθνικών ανισοτήτων ανάμεσα στα κράτη-μέλη που θεωρούνται από τους ίδιους ως το αναγκαίο τίμημα για να υψηλά ποσοστά κέρδους και την επιτυχή ένταξη των κρατών-μελών στην παγκοσμιοποιημένη οικονομία. Το πρόβλημα είναι ότι το ευρώ και οι απορυθμισμένες αγορές δεν λειτούργησαν όπως θα ήθελαν. Όπως θα δούμε, το ευρώ ευνόησε συγκυριακά την οικονομική μεγέθυνση κάποιων «περιφερειακών οικονομιών», όπου οι αγορές δεν επέβαλαν όσο θα έπρεπε, κατά τη δεκαετία του 2000 πριν την κρίση, την επιδιωκόμενη μισθολογική λιτότητα και τις επιθυμητές «μεταρρυθμίσεις» της αγοράς εργασίας και του δημόσιου τομέα. Οι αγορές χρήματος που επέδειξαν μεγαλύτερη έφεση στο άμεσο, ριψοκίνδυνο κέρδος παρά στον «κατασταλτικό τους προορισμό» μέσα στη δεκαετία του 2000 πριν την κρίση, πανικόβλητες τώρα από την κρίση, απαιτούν άμεση προσαρμογή των περιφερειακών οικονομιών απειλώντας την συνοχή της ευρωζώνης και την ίδια την ύπαρξη του ευρώ.


Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και η Γερμανία κυρίως, με τη συνδρομή του ΔΝΤ όπου χρειάζεται, σπεύδουν τώρα να βυθίσουν τις περιφερειακές οικονομίες της ευρωζώνης στην ύφεση για να καθησυχάσουν τις χρηματαγορές, αντί να ρυθμίσουν αποτελεσματικά τις τελευταίες.




1. Νότια Ευρώπη (κυρίως η Ελλάδα) ως ο ασθενής κρίκος της ζώνης ευρώ



Οι οικονομίες της Nότιας Ευρώπης παρουσιάζουν κάποια κοινά χαρακτηριστικά. Καταρχήν η ένταξή τους στη ζώνη ευρώ επέδρασε καταλυτικά στις τρέχουσες συναλλαγές τους. Τα ελλείμματα των τελευταίων αυξήθηκαν μετά την υιοθέτηση του ευρώ, γεγονός που καταδεικνύει τη διάβρωση της ανταγωνιστικότητάς τους και τον εγκλωβισμό τους σε «οπισθοδρομικές» ειδικεύσεις.

Ωστόσο, παραδόξως, μέσα στη δεκαετία του 2000 πριν την κρίση, το κατά κεφαλή εισόδημα στην Ελλάδα και την Ισπανία συγκλίνουν ελαφρώς προς το μέσο κατά κεφαλή εισόδημα της ευρωζώνης. Μόνο το κατά κεφαλή εισόδημα της Πορτογαλίας φαίνεται να αποκλίνει ακόμη περισσότερο από το αντίστοιχο της ευρωζώνης σε σχέση με το 2000. Ο πραγματικός μισθός ανά εργαζόμενο σε καμιά από τις τρεις χώρες δεν αποκλίνει προς τα κάτω σε σχέση με τον αντίστοιχο στην ζώνη ευρώ μέσα στα χρόνια του 2000 πριν την κρίση. Ενώ στην Ελλάδα ο πραγματικός μισθός αυξάνεται με ταχύτερο ρυθμό απ’ ό,τι ο μέσος πραγματικός μισθός στη ζώνη ευρώ, στην Ισπανία και την Πορτογαλία εξελίσσονται περίπου παράλληλα με τον τελευταίο.


Την ίδια περίοδο οι ρυθμοί μεγέθυνσης της οικονομίας στην Ελλάδα και την Ισπανία ήταν πιο ψηλοί από τον μέσο όρο της ΖΕ-12, ενώ στην Πορτογαλία ο ρυθμός μεγέθυνσης ήταν πιο χαμηλός. Οι ικανοποιητικοί ρυθμοί μεγέθυνσης στην Ελλάδα και την Ισπανία βασίστηκαν, ως ένα βαθμό, στον υπερδανεισμό των νοικοκυριών που παρατηρείται μέσα στη δεκαετία του 2000 πριν την κρίση. Μεταξύ 2002 και 2007, το χρέος των νοικοκυριών στην Ισπανία, την Ελλάδα και την Πορτογαλία αυξήθηκαν με μέσους ετήσιους ρυθμούς της τάξης 5,43% , 4,48% και 3,10% του ΑΕΠ αντιστοίχως, ενώ στη Γαλλία 1,77% και στη Γερμανία -0,71%. Αν και η Πορτογαλία είχε χαμηλότερους ρυθμούς μεγέθυνσης από το μέσο όρο της ζώνης ευρώ, η απόκλιση του ΑΕΠ θα ήταν ακόμη πιο μεγάλη, αν το χρέος των νοικοκυριών δεν αυξανόταν με σχετικά γρήγορους ρυθμούς και σ’ αυτή τη χώρα.1


Αυτός ο υπερδανεισμός των χωρών της Νότιας Ευρώπης δεν είναι όμως ένα τυχαίο φαινόμενο. Σχετίζεται άμεσα με την υιοθέτηση του ευρώ και το ενιαίο ονομαστικό επιτόκιο της ΕΚΤ για όλες τις χώρες της ευρωζώνης. Επειδή ο πληθωρισμός στις χώρες της Νότιας Ευρώπης ήταν ψηλότερος απ’ ό,τι στη ζώνη ευρώ ως σύνολο, το ενιαίο ονομαστικό επιτόκιο της ΕΚΤ οδηγούσε σε χαμηλότερα πραγματικά επιτόκια στη Νότια Ευρώπη. Αυτή η εξέλιξη, σε συνδυασμό με τις διαρθρωτικές αλλαγές στο τραπεζικό σύστημα, εξηγεί τον υπερδανεισμό και κατ’ επέκταση την αύξηση της ζήτησης και την υπερθέρμανση της οικονομίας, στην Ελλάδα και την Ισπανία τουλάχιστον.2
Με την κρίση, ωστόσο, τελείωσε η περίοδος του εύκολου δανεισμού των νοικοκυριών και άρχισε μια περίοδος μείωσης του χρέους τους, πράγμα που αντανακλάται άμεσα στη ζήτηση και κατ’ επέκταση στη μεγέθυνση του ΑΕΠ. Εντοπίζουμε εδώ ένα από τους λόγους που επιδρούν αρνητικά στη ζήτηση που μειώθηκε αισθητά στη Νότια Ευρώπη.


Σύμφωνα με την κυρίαρχη θεώρηση των πραγμάτων, με το ενιαίο ευρωπαϊκό νόμισμα, οι χώρες που υστερούν σε ανταγωνιστικότητα και τείνουν να δημιουργούν ελλείμματα στις τρέχουσες συναλλαγές τους, αφού δεν έχουν εθνικό νόμισμα για να το υποτιμήσουν, οδηγούνται υποχρεωτικά σε μια μείωση των μισθών (ή του ρυθμού αύξησής τους), της ζήτησης και των ποσοστών μεγέθυνσης του ΑΕΠ τους. Το ευρώ, ως υπέρβαση του τελευταίου αναχώματος προστατευτισμού που είναι το εθνικό νόμισμα και η συναλλαγματική πολιτική, θα έπρεπε να λειτουργήσει ως ένα δραστικό μέσο επιβολής μιας δρακόντειας μισθολογικής πειθαρχίας. Όπως αποδεικνύεται τώρα, η εξέλιξη των μισθών δεν ακολουθεί όμως μια γραμμική πορεία. Επειδή επιδρούν και άλλοι παράγοντες στη διαμόρφωση της ζήτησης, όπως π.χ. τα χαμηλά πραγματικά επιτόκια και τα δημοσιά ελλείμματα, είναι δυνατόν κάποιες οικονομίες με προβλήματα ανταγωνιστικότητας να υπερθερμαίνονται για κάποιο διάστημα και το κατά κεφαλή τους εισόδημα και ο μισθός να συγκλίνουν με τα αντίστοιχα μεγέθη των πιο ανταγωνιστικών χωρών. Οι «διορθώσεις» σε περιόδους ύφεσης τείνουν έτσι να συμπυκνώνονται χρονικά και να απαιτούνται απότομα μεγάλες θυσίες από τους εργαζομένους. Με άλλα λόγια, αυξάνεται η οικονομική αστάθεια και καθίστανται πιο έντονες οι ανοδικές και οι καθοδικές φάσεις του κύκλου.

Σε περιόδους ύφεσης και «διόρθωσης» των συσσωρευμένων ανισορροπιών της ανοδικής φάσης του κύκλου, το κόστος για τον πληθυσμό διογκώνεται και από τις κερδοσκοπικές επιθέσεις που δέχονται οι επηρεαζόμενες χώρες. Η περίπτωση της Ελλάδας είναι χαρακτηριστική.
Σε αντίθεση με την Ισπανία, στην Ελλάδα η δημοσιονομική πολιτική μέσα στη δεκαετία του 2000 υπήρξε πιο επεκτατική απ’ ό,τι στην ΖΕ-12. Πριν την κρίση ακόμη, το δημοσιονομικό έλλειμμα της Ελλάδας ξεπερνούσε μόνιμα το επιτρεπόμενο 3% της ευρωζώνης, πράγμα που είχε θετική επίδραση στους ρυθμούς μεγέθυνσης. Στην Ισπανία που δεν δημιούργησε μεγάλα δημοσιονομικά ελλείμματα και χρέη, ιδιαίτερο ρόλο στους ρυθμούς ανάπτυξής της πριν την κρίση έπαιξε η φούσκα των ακινήτων μέσω δανεισμού με αποτέλεσμα σήμερα τα επισφαλή χρέη του ιδιωτικού τομέα να αποτελούν την κύρια πηγή ανησυχίας.


Η οικονομική κρίση επέδρασε καταλυτικά στα δημόσια οικονομικά προκαλώντας σοβαρά δημοσιονομικά ελλείμματα στην ευρωζώνη και ακόμη σοβαρότερα στη Νότια Ευρώπη, περιλαμβανομένης και της Ισπανίας που την περίοδο 2005-2007 παρουσίαζε δημοσιονομικά πλεονάσματα.


Τα αυξημένα δημοσιονομικά ελλείμματα στην ευρωζώνη στο πλαίσιο της διαχείρισης της οικονομικής κρίσης (στήριξη των ιδιωτικών τραπεζών, διαχείριση των κοινωνικών επιπτώσεων της κρίσης κ.λπ.) προκαλούν μια γενικευμένη αύξηση του δημοσίου χρέους.
Στην Ελλάδα και πριν την κρίση το δημόσιο χρέος υπερέβαινε τόσο το μέσο όρο της ΖΕ-12 όσο και το επιτρεπόμενο όριο των κριτηρίων του Μάαστριχτ. Ωστόσο αυξήθηκε ραγδαία μέσα στην κρίση, κυρίως ως αποτέλεσμα των ίδιων των τροϊκανών πολιτικών που στόχευαν δήθεν στη μείωση του.
Η Ε.Ε., αντί να αναπτύξει εσωτερικούς μηχανισμούς κοινοτικής αλληλεγγύης στο ύψος των περιστάσεων, παρέπεμψε την Ελλάδα στο ΔΝΤ. Το επιτόκιο στα δάνεια που παραχώρησε η ίδια στην Ελλάδα, είναι βέβαια ποιο χαμηλό από το επιτόκιο που απαιτούν οι αγορές από την Ελλάδα, πιο ψηλό όμως απ’ ό,τι τα ευρωπαϊκά κράτη δανείζονται από τις αγορές: Ως εκ τούτου, αυτά τα κράτη αποκομίζουν κέρδος από τα δάνεια που παραχώρησαν στην Ελλάδα.


Οι δανειακές συμβάσεις και τα μνημόνια βύθισαν την Ελλάδα στην ύφεση και δημιούργησαν ένα κοινωνικό μεσαίωνα: πρωτοφανής ανεργία, μαζική φτώχεια, αύξηση των ορίων συνταξιοδότησης, δραστικές μειώσεις μισθών και επιδομάτων, κατάργηση των συλλογικών συμβάσεων, ιδιωτικοποιήσεις σε τιμές ευκαιρίας…


Αυτό το δρακόντειο πρόγραμμα λιτότητας αγνοεί ωστόσο τους πραγματικούς λόγους που οδήγησαν στα μεγάλα δημοσιονομικά ελλείμματα και στη διόγκωση του χρέους στην Ελλάδα. Παρά τις τεράστιες στρατιωτικές δαπάνες, οι δημοσιονομικές δαπάνες ως ποσοστό του ΑΕΠ στην Ελλάδα ήταν και είναι χαμηλότερες από τις δημόσιες δαπάνες της ζώνης ευρώ. Τα αυξημένα δημοσιονομικά ελλείμματα στην Ελλάδα ακόμη και κατά την περίοδο της υπερθέρμανσης της οικονομίας οφείλονται στα πολύ χαμηλότερα δημόσια έσοδα σε σχέση με αυτά της ευρωζώνης. Πρέπει να προσθέσουμε εδώ, ότι ενώ η φορολογική επιβάρυνση των εργαζομένων στην Ελλάδα αντιστοιχεί με αυτή στην Ευρωζώνη, η φορολογική επιβάρυνση του κεφαλαίου αντιστοιχεί στο μισό περίπου της φορολογικής επιβάρυνσης του κεφαλαίου στην ευρωζώνη. Η φορολογική επιβάρυνση του κεφαλαίου (κέρδη επιχειρήσεων και εισοδήματα από ιδιοκτησία κεφαλαίου) μειώθηκε στην Ελλάδα από 19,9% το 2000 σε 15,9% το 2006.3


Προκειμένου να μειωθούν οι δαπάνες του ελληνικού κράτους θα έπρεπε λοιπόν να μειωθεί δραστικά το μέρος τους που αφορά στις στρατιωτικές δαπάνες και όχι οι μισθοί και οι συντάξεις του δημόσιου τομέα. Η τρόικα δεν έδωσε καμία έμφαση στην ανάγκη μείωσης των στρατιωτικών δαπανών για ευνόητους λόγους: Η Ελλάδα ξοδεύει ένα μεγάλο μέρος του προϋπολογισμού της για να αγοράζει όπλα από τη Γερμανία και τη Γαλλία, από τις χώρες δηλαδή των οποίων οι ιδιωτικές τράπεζες παραχώρησαν ένα μεγάλο μέρος των δανείων που πήρε η Ελλάδα από το εξωτερικό, αυξάνοντας έτσι το δημόσιο της χρέος.


Για να αυξηθούν τα δημόσια έσοδα, πέρα από τη πάταξη της φοροδιαφυγής, πρέπει να αρθούν οι φοροαπαλλαγές του κεφαλαίου οι οποίες συνέβαλαν πολύ αισθητά στην υστέρηση των ελληνικών δημόσιων εσόδων σε σχέση με τα αντίστοιχα της ζώνης ευρώ. Τα χρήματα που αντιστοιχούν στις φοροαπαλλαγές χρησιμοποιηθήκαν σε μεγάλο βαθμό και σε επενδύσεις σε ομόλογα δημοσίου με αποτέλεσμα ο απλός φορολογούμενος να καλείται σήμερα να πληρώσει και τόκους για ένα μέρος του δημόσιου χρέους που δεν θα έπρεπε καν να προκύψει.


Αξίζει να αναφερθεί επίσης ότι το πρόβλημα διεθνούς ανταγωνιστικότητας της Ελλάδας είναι διαρθρωτικό και δεν σχετίζεται μόνο με την τιμή των προϊόντων. Άλλωστε, όσο κι αν φαίνεται παράξενο, το ακαθάριστο λειτουργικό πλεόνασμα ως προς την αμοιβή εργασίας του τομέα των επιχειρήσεων στην Ελλάδα είναι κατά πολύ μεγαλύτερο απ’ ότι στη ζώνη ευρώ. Το 2009 ήταν 129% στην Ελλάδα, 75% στην Ιταλία, 66% στην Ισπανία, 62% στη Γερμανία, 59% στη Πορτογαλία και 45% στη Γαλλία. Αν λοιπόν η διεθνής ανταγωνιστικότητα των ελληνικών προϊόντων εξαρτιόταν κυρίως από τη τιμή τους, τότε η λύση θα ήταν απλή: μείωση του μεριδίου του κέρδους στη συνολική αξία του προϊόντος.4


Τα προγράμματα οικονομικής λιτότητας στην Ισπανία και την Πορτογαλία μοιάζουν σε πολύ μεγάλο βαθμό σ’ αυτό που εφαρμόζεται σήμερα στην Ελλάδα. Η αντίσταση κατά των μέτρων, των οποίων ο στόχος είναι να πληρώσουν την κρίση οι εργαζόμενοι, είναι επομένως κοινή σ’ όλη την Νότια Ευρώπη και ευρύτερα ακόμη. Η ανακατανομή των εισοδημάτων, περιλαμβανομένης και της φορολογικής μεταρρύθμισης υπέρ της εργασίας, είναι ένα αίτημα που προβάλλεται από το εργατικό και συνδικαλιστικό κίνημα μέσα από τις πρόσφατες κινητοποιήσεις του σ’ όλη τη Νότια Ευρώπη και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Ο κινητοποιήσεις κατά του νόμου περί συντάξεων στη Γαλλία εντάσσονται σ’ αυτό το πλαίσιο.


Ωστόσο, η μάχη κατά των νεοφιλελεύθερων μέτρων προϋποθέτουν σε κάθε χώρα και ιδιαίτερα αιτήματα που σε άλλες χώρες η συγκυρία δεν αναδεικνύει. Στην Ελλάδα π.χ. η αναδιάρθρωση του δημόσιου χρέους υπό την απειλή της παύσης πληρωμών και η μερική διαγραφή του είναι ένα κεντρικής σημασίας αίτημα στο πλαίσιο μιας εναλλακτικής πολιτικής εξόδου από την κρίση. Ένα τέτοιο αίτημα προϋποθέτει μια συγκεκριμένη ανάλυση του χρέους και διαίρεσή του σε πολικά «θεμιτό» μέρος και πολιτικά «απεχθές». Το ελληνικό κράτος οφείλει π.χ. να ξεπληρώσει το χρέος του στον συνταξιούχο που επένδυσε τις οικονομίες του σε κρατικά ομόλογα. Αντιθέτως, οι γερμανικές και γαλλικές τράπεζες που δάνειζαν το ελληνικό κράτος για να αγοράζει η Ελλάδα όπλα από τη Γερμανία και τη Γαλλία ή για να τρέφουν τη διαφθορά στην Ελλάδα ήξεραν ότι έκαναν ριψοκίνδυνα δάνεια και φέρουν μέρος της ευθύνης για τη σημερινή κατάσταση. Άλλωστε η μεταφορά πραγματική αξίας γίνεται σε πολύ μεγάλο βαθμό μονόπλευρα: από την Ελλάδα στη Γαλλία και τη Γερμανία και όχι αντίστροφα. Όταν π.χ μια γερμανική τράπεζα δανείζεται με χαμηλό επιτόκιο από την Κεντρική Τράπεζα για να δανείσει την Ελλάδα με ψηλότερο επιτόκιο, απλώς εισπράττει τη διαφορά των επιτοκίων, χωρίς να έχει προηγηθεί μια μεταφορά αποταμίευσης, δηλαδή ήδη παραχθείσας αξίας, από τη Γερμανία στην Ελλάδα. Επίσης, το ελληνικό κράτος πρέπει να διαγράψει το χρέος στο εθνικό πλουτοκρατικό κατεστημένο που επωφελήθηκε από τις φοροαπαλλαγές για να επενδύσει στο κρατικό χρέος και να αποκομίσει τόκους από χρήματα που δεν θα έπρεπε να έχει ευθύς εξαρχής. Η διαγραφή αυτού του τύπου του χρέους ισοδυναμεί ουσιαστικά με αναδρομική ακύρωση των φορολογικών μεταρρυθμίσεων υπέρ του κεφαλαίου.


Στην Ελλάδα υπάρχει σήμερα η αίσθηση ότι η χώρα βρίσκεται υπό κατοχή. Το ΔΝΤ, η ευρωπαϊκή επιτροπή και η ΕΚΤ όχι μόνο τις υπαγορεύουν πολιτικές, αλλά εποπτεύουν πρακτικά και την εφαρμογή τους. Γενικότερα, η προσπάθεια αυστηρότερης εποπτείας των εθνικών κρατών από τα ευρωπαϊκά όργανα εκλαμβάνεται στη Νότια Ευρώπη ως μιας προσπάθεια του ευρωπαϊκού κέντρου να ελέγξει την ευρωπαϊκή περιφέρεια.


Ωστόσο, η ανάλυση της κατάστασης στην Ευρώπη με όρους κέντρου-περιφέρειας είναι προβληματική. Είναι σχετικά εύκολο να καθορίσουμε την περιφέρεια της ευρωζώνης: όλη η Νότια Ευρώπη και ενδεχομένως κάποιες άλλες χώρες με ιδιαίτερα προβλήματα, όπως η Ιρλανδία. Ποιες χώρες αποτελούν όμως το κέντρο της ευρωζώνης; Αν υπάρχει σήμερα προβληματισμός σχετικά με τη βιωσιμότητα της ευρωζώνης στην υφιστάμενη μορφή της, αυτό δεν οφείλεται μόνο στα εγγενή προβλήματα ανταγωνιστικότητας της Νότιας Ευρώπης, αλλά και στο γεγονός ότι η Γερμανία διόγκωσε αυτά τα προβλήματα μέσω της πολιτικής μισθολογικής λιτότητας και καθήλωσης της εσωτερικής της ζήτησης που οδήγησε και στην ανατίμηση του ευρώ. Αν η Νότια Ευρώπη παρουσιάζει σήμερα μεγάλα ελλείμματα στις τρέχουσες συναλλαγές της, αυτό οφείλεται και στην καθήλωση της γερμανικής ζήτησης καθ’ όλη τη δεκαετία του 2000, καθώς και στην μείωση της διεθνούς της ανταγωνιστικότητας απέναντι σε τρίτες χώρες, λόγω της ανατίμησης του ευρώ. Το γερμανικό κεφάλαιο φέρει τεράστια ευθύνη στις φυγόκεντρες τάσεις που παρουσιάζει σήμερα η ευρωζώνη. Η καθήλωση της ζήτησης στη Γερμανία, καθώς και η ανατίμηση του ευρώ (λόγω των γερμανικών εξαγωγικών πλεονασμάτων) έναντι του δολαρίου και άλλων τρίτων νομισμάτων, επέδρασε όμως αρνητικά και στη Γαλλία καθιστώντας το λεγόμενο γαλλογερμανικό άξονα επισφαλή.


2. Επισφάλεια του γαλλογερμανικού άξονα



Η «μεγάλη συμμαχία» όπως την ονομάζουν οι Γερμανοί, δηλαδή η συνεργασία της γερμανικής δεξιάς με τη Σοσιαλδημοκρατία με καγκελάριο την Α. Merkel, επέτρεψε πολιτικά την καθήλωση των μισθών των Γερμανών εργαζομένων. Ενώ οι πραγματικοί μισθοί στη Γαλλία και τη Γερμανία εξελίχθηκαν το δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1990 περίπου παράλληλα, μέσα στην τρέχουσα δεκαετία αποκλίνουν. Ενώ οι μισθοί συνεχίζουν την ανοδική τους πορεία στη Γαλλία, στη Γερμανία καθηλώνονται.5


Αυτή η απόκλιση στην εξέλιξη των μισθών στη Γαλλία και τη Γερμανία αντανακλάται βέβαια και στο ποσοστό του κέρδους στις 2 χώρες. Μέσα στη δεκαετία του 2000, ενώ στην Γαλλία παρουσιάζει πτώση, στην Γερμανία αντίθετα, μέχρι την κρίση τουλάχιστον, παρουσιάζει άνοδο. Αξίζει να σημειωθεί εδώ ότι στην περίπτωση της Γερμανίας, όπως δείχνει με λεπτομέρεια ο Claus Schäfer,6 ενώ τα κέρδη του χρηματοοικονομικού τομέα (τράπεζες ασφάλειες κ.λπ.) αυξάνονται παράλληλα με τα κέρδη του παραγωγικού τομέα, μέσα στη δεκαετία του 2000 τα κέρδη του τελευταίου αυξάνονται ταχύτερα απ’ ό,τι του πρώτου. Με άλλα λόγια η γερμανική βιομηχανία αναδιαρθρώθηκε με επιτυχία: επωφελήθηκε τόσο από την «παγκοσμιοποίηση» γενικά όσο και από την ευρωπαϊκή διεύρυνση ειδικότερα.


Ενώ η Γαλλία είδε το ποσοστό εξαγωγών της (περιλαμβανομένων των ενδο-ευρωπαϊκών) στις παγκόσμιες εξαγωγές να μειώνεται δραστικά μέσα στη δεκαετία του 2000, η Γερμανία κατάφερε να διατηρήσει το δικό της ποσοστό παρά την εντυπωσιακή ανάπτυξη των εξαγωγών της Κίνας και άλλων αναδυόμενων οικονομιών. Το ποσοστό εξαγωγών της Γερμανίας στις παγκόσμιες εξαγωγές κυμάνθηκε μέσα στη δεκαετία του 2000 μεταξύ 9% και 10%, ενώ στην Γαλλία μειώθηκε από 5,26% σε 3,74% .


Ενώ στη Γαλλία το ισοζύγιο των τρεχουσών συναλλαγών παρουσίασε πτωτική τάση από τις αρχές της δεκαετίας του 2000 με αποτέλεσμα να εμφανιστούν αυξανόμενα ελλείμματα από το 2004, στη Γερμανία παρουσίασε σημαντική βελτίωση. Από κοντά στο μηδέν το 2001 πλησίασε στη Γερμανία τα 195 δισεκατομμύρια ευρώ το 2007. Παρά τη μεγάλη συρρίκνωση του παγκόσμιου εμπορίου λόγω της κρίσης, το 2009 ξεπέρασε τα 94 δισεκατομμύρια ευρώ.


Η καθήλωση των μισθών στην Γερμανία είναι βέβαια μια σημαντική πτυχή των εξαγωγικών της προσανατολισμών, αλλά δεν είναι η μοναδική. Η απορρύθμιση της αγοράς εργασίας, μια συνεχής προσπάθεια βελτίωσης της παραγωγικότητας της εργασίας στη γερμανική βιομηχανία και αναβάθμισης των προϊόντων της, καθώς και η εξωτερίκευση πολλών τομέων της παραγωγικής διαδικασίας που είναι εντατικοί σε εργασία σε αναδυόμενες οικονομίες – κυρίως στα νέα κράτη μέλη της Ε.Ε. με φθηνό εργατικό δυναμικό – έπαιξαν σημαντικό ρόλο στη βελτίωση των εξαγωγικών της δυνατοτήτων.
Είναι αλήθεια ότι τα τελευταία 15 χρόνια πολλές εκατοντάδες χιλιάδες βιομηχανικές θέσεις εργασίας μετανάστευσαν από τη Γερμανία στην Ανατολική Ευρώπη, αλλά υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ότι από τα μέσα της δεκαετίας του 2000 η βιομηχανική απασχόληση άρχισε να ανακάμπτει και στη Γερμανία, η οποία όχι μόνο «χώνεψε» την ενοποίησή της, αλλά έχει καταφέρει να ενσωματώσει με επιτυχία στη βιομηχανική της στρατηγική τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της Ανατολικής Ευρώπης.


Η Γερμανία παρουσιάζει ελλείμματα στις τρέχουσες συναλλαγές της απέναντι στις αναδυόμενες οικονομίες, αλλά αυτά τα ελλείμματα δεν την απασχολούν στο βαθμό που υπερκαλύπτονται από τα πλεονάσματα της με τον υπόλοιπο κόσμο περιλαμβανομένης και της ζώνης ευρώ. Υπ’ αυτή την έννοια παίζει ένα ανασταλτικό ρόλο για την οικονομική μεγέθυνση στην υπόλοιπη ζώνη ευρώ, προκειμένου να διατηρήσει τους δικούς της ρυθμούς μεγέθυνσης σε ανεχτό επίπεδο σε ένα παγκόσμιο πλαίσιο οξυμμένου ανταγωνισμού. Παίζει δηλαδή το χαρτί της «ανταγωνιστικής λιτότητας» με σχετική επιτυχία για την ίδια εις βάρος άλλων ευρωπαϊκών χωρών όπως η Γαλλία, όπου οι εσωτερικοί συσχετισμοί δυνάμεων δεν επέτρεψαν τη μισθολογική λιτότητα ή την απορρύθμιση της αγοράς εργασίας προς όφελος του κεφαλαίου στον ίδιο βαθμό. Το 2007, οι εξαγωγές της Γαλλίας στη Γερμανία αυξήθηκαν κατά 2,4%, αλλά οι εισαγωγές της από τη Γερμανία αυξήθηκαν κατά 8,2% με αποτέλεσμα το έλλειμμά της απέναντι στη Γερμανία να διογκωθεί από 13,5 δισεκατομμύρια ευρώ το 2006 σε 17,5 το 2007.


Η Γερμανία κατάφερε να ειδικευθεί σε βιομηχανικά προϊόντα που δεν είναι ανταγωνιστικά μόνο ως προς την τιμή (ποιότητα, νέα προϊόντα, προϊόντα υψηλής τεχνολογίας) και τα οποία υφίστανται λιγότερο τον ανταγωνισμό από τις αναδυόμενες οικονομίες. Τέτοιου είδους προϊόντα δεν παρουσιάζουν μεγάλη ευαισθησία ως προς την τιμή πώλησης τους. Στη Γαλλία ανάλογα προϊόντα περιορίζονται σε κάποιους μόνο τομείς: αεροναυπηγική, σιδηροδρομικές μεταφορές, φαρμακευτική βιομηχανία, πυρηνική ενέργεια... Ως εκ τούτου, η ανατίμηση του ευρώ της δεκαετίας του 2000, που από 0,85 δολάρια το 2001 (15 Ιουνίου) ανά ευρώ έφθασε στα 1,54 δολάρια το 2008 (15 1ουνίου), δεν επηρέασε δυσμενώς το γερμανικό ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, επηρέασε όμως αρνητικά το γαλλικό ισοζύγιο.


Ενώ το ευρώ έναντι του δολαρίου χρόνο με το χρόνο ανατιμάται, το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της Γερμανίας βελτιώνεται. Πέραν από τη μικρή ευαισθησία των γερμανικών εξαγωγικών προϊόντων ως προς την τιμή που αναφέραμε ήδη, αυτό οφείλεται και στις φθηνότερες εισαγωγές της Γερμανίας τμημάτων του τελικού βιομηχανικού της προϊόντος από τις αναδυόμενες οικονομίες. Αντίθετα, η ανατίμηση του ευρώ μειώνει τη διεθνή ανταγωνιστικότητα της Γαλλίας, με αποτέλεσμα η συναλλαγματική ισοτιμία του ευρώ και το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της να εξελίσσονται προς αντίθετη κατεύθυνση.


Με άλλους όρους, η διαφορετική ένταξη της Γαλλίας και της Γερμανίας στον παγκόσμιο ανταγωνισμό διαμορφώνουν αντίθετα συμφέροντα ως προς την νομισματική πολιτική της ΕΚΤ. Η μεν Γαλλία έχει κάθε συμφέρον να επιδιώξει νομισματική πολιτική με στόχο το «ανταγωνιστικό ευρώ» με λιγότερη έγνοια για τον πληθωρισμό, η δε Γερμανία, ποιο συγκεκριμένα το γερμανικό κεφάλαιο, έχει συμφέρον να επιδιώξει ισχυρό ευρώ και «νομισματική σταθερότητα». Η «φοβική στάση» της Γερμανίας απέναντι στον πληθωρισμό δεν είναι απλώς (ή δεν είναι πλέον) ένα κατάλοιπο της ναζιστικής περιόδου, αλλά μια στάση που συνάδει με τον τρόπο ένταξής της στην παγκοσμιοποιημένη οικονομία.


Συνεπώς, η ΟΝΕ δεν είναι απλώς μια ημιτελής οικονομική και νομισματική ένωση, αλλά μια νομισματική ένωση στον πυρήνα της οποίας παρουσιάζεται κατά τα πρόσφατα χρόνια μια σοβαρή απόκλιση οικονομικών συμφερόντων. Η οικονομική κρίση θέτοντας τέρμα στην περίοδο της τεχνητής μεγέθυνσης (εύκολος δανεισμός των νοικοκυριών, έντονη οικοδομική δραστηριότητα, άνοδος της τιμής των ακινήτων…) θα επιταχύνει μεσοπρόθεσμα αυτή την απόκλιση επηρεάζοντας σε μεγαλύτερο βαθμό τις χώρες που συμμορφώθηκαν λιγότερο στις επιταγές της παγκοσμιοποίησης, θα επηρεάσει μεσοπρόθεσμα περισσότερο τη Γαλλία παρά την Γερμανία και θα διαβρώσει έτσι ακόμη περισσότερο τα θεμέλια πάνω στα οποία στηρίχθηκε το ευρώ.


Η Γερμανία, εκμεταλλευομένη στο έπακρο την ανισότητα των επιπέδων ανάπτυξης στην Ε.Ε., κυρίως αυτήν ανάμεσα στα πιο ανεπτυγμένα κράτη της ζώνης ευρώ και τα κράτη μέλη της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, για να καθηλώσει πρώτα απ’ όλα τους μισθούς στο εσωτερικό της και να αποδομήσει ταχύτερα το κοινωνικό της κράτος, υπονομεύει τα θεμέλια πάνω στα οποία στηρίζεται το ευρώ. Η Γερμανία κυρίως και όχι η Ελλάδα ευθύνεται για τις φυγόκεντρες τάσεις που παρατηρούνται στη ζώνη.


3. Πολιτικά Συμπεράσματα


Όσο επικρατεί η αρχή της νεοφιλελεύθερης «ανταγωνιστικής λιτότητας», οι φυγόκεντρες τάσεις του ευρώ εξευμενίζονται μόνο με σύγχρονες «ανθρωποθυσίες»: λιτότητα, ανεργία, ένδεια, κοινωνική ματαίωση, οικολογική καταστροφή και βεβαίως υπονόμευση των ίδιων των αρχών της γαλλικής επανάστασης που αποτελούν το μοναδικό αξιακό υπόβαθρο πάνω στο οποίο θα μπορούσε να οικοδομηθεί η Ευρώπη . Οι κοινωνικές αντοχές και ανοχές, όμως, που δοκιμάζονται σήμερα ιδιαίτερα στην Ελλάδα και την υπόλοιπη «περιφέρεια», αλλά και στο «κέντρο» δεν είναι απεριόριστες και ως εκ τούτου η συνοχή της ευρωζώνης δεν είναι εσαεί εξασφαλισμένη. Επιπλέον, μια ενδεχόμενη απόσχιση της Ελλάδας από τη ζώνη θα δημιουργούσε δυναμικές που θα έθεταν σε κίνδυνο την ίδια την ύπαρξη του ευρώ. Οι κερδοσκοπικές επιθέσεις, που παρατηρήθηκαν στην Ελλάδα, αμέσως και με πολλαπλάσια δύναμη θα μεταφέρονταν στην υπόλοιπη Νότια Ευρώπη και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες με μεγάλο δημοσιονομικό έλλειμμα και/ή δημόσιο χρέος


Στη Γερμανία, σε κάποιους τουλάχιστον κύκλους των τοπικών πολιτικών και οικονομικών ελίτ, αναπτύσσεται η άποψη ότι μια συρρίκνωση της ευρωζώνης λόγω μιας ενδεχόμενης εξόδου της Ελλάδας ή ακόμη και της Νότιας Ευρώπης δεν θα ήταν και τόσο άσχημη εξέλιξη: Ο πληθωριστικός κίνδυνος θα μειωνόταν αισθητά, η ανάγκη μεταφοράς πόρων στην περιφέρεια δεν θα αποτελούσε πλέον θέμα και το ευρώ θα γινόταν ακόμη ισχυρότερο νόμισμα απ’ ό,τι σήμερα. Ωστόσο, αυτή η άποψη αγνοεί τις οικονομικές εντάσεις και τα αποκλίνοντα οικονομικά συμφέροντα ανάμεσα στα δύο ισχυρότερα κράτη της ευρωζώνης (Γερμανία-Γαλλία), καθώς και κάποιες γεωπολιτικές παραμέτρους στις γαλλογερμανικές σχέσεις. Ενώ το στενό οικονομικό συμφέρον της Γαλλίας φαίνεται να συγκλίνει περισσότερο με αυτό της Νότιας Ευρώπης παρά της Γερμανίας (ανταγωνιστική συναλλαγματική αξία του ευρώ, ελεγχόμενη αύξηση της εσωτερικής ζήτησης, κ.λπ.), η συμμετοχή της Γαλλίας σε μια αναθεωρημένη ζώνη ευρώ χωρίς την Νότια Ευρώπη είναι γεωπολιτικά αδιανόητη: θα καθιστούσε σε πολιτικό επίπεδο τη Γαλλία περιφέρεια της ζώνης ευρώ ή της πρώην ζώνης μάρκου.
Συνεπώς, δύο είναι τα δυνατά σενάρια στη ζώνη ευρώ. Το πρώτο είναι αυτό που βλέπουμε να εξελίσσεται σήμερα, δηλαδή το σενάριο μιας γενικευμένης επίθεσης κατά της εργασίας προκειμένου να αναλάβει το κόστος της κρίσης. Δεδομένου όμως ότι αυτό το σενάριο διαιωνίζει την οικονομική κρίση αντί να συμβάλλει στην υπερπήδησή της, διογκώνοντας έτσι συνεχώς τις φυγόκεντρες τάσεις στο ευρώ, υπάρχει ο κίνδυνος να καταλήξει στη διάλυση της ευρωζώνης, αν όχι του όλου ευρωπαϊκού εγχειρήματος.


Το δεύτερο, εναλλακτικό σενάριο είναι αυτό της ανακατανομής των εισοδημάτων, της καταπολέμησης της ανεργίας και των κοινωνικών ανισοτήτων, της φορολογικής μεταρρύθμισης υπέρ της εργασία και της φορολογικής εναρμόνισης ανάμεσα στα κράτη-μέλη, της αναδιάρθρωσης/διαγραφής του δημόσιου χρέους, της κοινοτικής αλληλεγγύης διαμέσου ενός αυξημένου ευρωπαϊκού προϋπολογισμού και του συναινετικού συντονισμού των οικονομικών πολιτικών των κρατών-μελών με στόχο την οικολογικά και κοινωνικά βιώσιμη ανάπτυξη. Αυτό το σενάριο προϋποθέτει βέβαια την ανατροπή των υφιστάμενων κοινωνικών συσχετισμών δυνάμεων υπέρ της εργασίας. Βρισκόμαστε εν μέσω μιας μακροχρόνιας περιόδου δομικής οικονομικής κρίσης (χωρίς προβλεπτή, καπιταλιστική διέξοδο) και παρατεταμένης ταξικής αντιπαράθεσης, η έκβαση της οποίας δεν κρίθηκε ακόμη και ούτε πρόκειται να κριθεί βραχυπρόθεσμα.


Όσο απίθανο και να φαντάζει αυτή την στιγμή αυτό το σενάριο είναι πιο πιθανό από μια «αυτόβουλη», μονομερή έξοδο από το ευρώ με αίσιο τέλος. Η έξοδος από το ευρώ και η νομισματική υποτίμηση εντάσσεται σε μια πολιτική γραμμή αναδιάρθρωσης του «εθνικού καπιταλισμού» εις βάρος των άλλων ευρωπαϊκών χωρών, αποτελεί δηλαδή μιαν «εθνική απάντηση», σε μια κρίση ευρωπαϊκή και παγκόσμια και μάλιστα σε μια περίοδο αυξημένης αλληλεξάρτησης και συμπληρωματικότητας των «εθνικών οικονομιών» της Ε.Ε.

Το επιχείρημα που προβάλλεται από τους θιασώτες της εξόδου της Ελλάδας από το ευρώ είναι η δυσκολία συντονισμού της ταξικής πάλης σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Ωστόσο, είναι δυνατό να καταγγείλει κανείς τις δανειακές συμβάσεις, τα μνημόνια και να αμφισβητήσει την νομιμότητα του δημόσιου χρέους σταματώντας να αποπληρώνει μέρος του, χωρίς να προβάλει ως αίτημα την έξοδο από τη ζώνη ευρώ. Είναι δυνατό ένα κράτος να εφαρμόσει εναλλακτικές, οικονομικές πολιτικές μονομερώς, καλώντας τα υπόλοιπα ευρωπαϊκά κράτη να τις υιοθετήσουν, αναλαμβάνοντας έτσι τον κίνδυνο «αποβολής» από το ευρώ, χωρίς ωστόσο να διεκδικεί το ίδιο την έξοδο από το ευρώ. Μια τέτοια πολιτική θα είχε καταλυτικές επιπτώσεις στην υπόλοιπη Ευρώπη και θα έθετε το υπαρξιακό πρόβλημα του ευρώ σε άλλη βάση: Είναι οι ευρωπαϊκές ελίτ διατιθέμενες να πληρώσουν το κόστος του ευρώ, λόγω του γεωπολιτικού και στρατηγικού πλεονεκτήματος που προσφέρει, ή προτιμούν να το εγκαταλείψουν και να αφήσουν την ευρωζώνη να διαλυθεί; Σ’ αυτό το ερώτημα θα πρέπει να απαντήσει η Μέργκελ και η κουστωδία της.


Η κρίση είναι ευρωπαϊκή και παγκόσμια δεν είναι ούτε ελληνική, ούτε ισπανική, ούτε πορτογαλική ή ιταλική. Η Ελλάδα, η Ισπανία, η Πορτογαλία, η Ιταλία είναι απλώς οι ασθενέστεροι κρίκοι της αλυσίδας της κρίσης στην Ε.Ε. Αν σπάσει ένας από αυτούς είναι όλη η Ευρώπη που θα εκραγεί, για να ανασυγκροτηθεί, ίσως, με ευνοϊκότερους όρους για την εργασία. Καμιά θυσία για το ευρώ, καμιά θυσία για τον «εθνικό καπιταλισμό». Το ζήτημα είναι βαθιά ταξικό και διεθνικό.





1 Βλέπε Patrick Artus, « Quel avenir pour les pays de la zone euro les plus pénalisés par la crise ? », Flash économie, no 57, 3 février 2009.
2 Βλέπε Ηλίας Iωακείμογλου, «Πόσο θα αντέξει η ΟΝΕ;», Αυγή, 28/2/2010.
3 Βλέπε το ίδιο.
4 Βλέπε το ίδιο (υπολογισμοί βάσει AMECO).
5 Για μια λεπτομερειακή ανάλυση της εξέλιξης των μισθών και του κέρδους στη Γερμανία από το 1960 βλέπε Claus Schäfer, «Anhaltende Verteilungsdramatik. WSI-Verteilungsbericht 2008»,http://www.boeckler.de/pdf/wsimit_2008_11_schaefer.pdf
6 Στο ίδιο.

No comments:

Post a Comment